To να μιλάς σήμερα για ενίσχυση της
άμυνας εν μέσω οικονομικής κρίσης, θα έλεγε κανείς ότι κινείσαι στο χώρο
της φαντασίας και του παραλογισμού. Αυτή όμως είναι μια απλοϊκή και
λανθασμένη προσέγγιση στο μεγάλο θέμα της υψηλής στρατηγικής που
ακολουθεί μια χώρα για την υπεράσπιση των συμφερόντων της και την
επίτευξη των εθνικών στόχων. Η πραγματικότητα είναι εντελώς
διαφορετική. Για τη σχέση της άμυνας και της οικονομίας υπάρχει
πλούσια βιβλιογραφία, στην οποία μπορεί να ανατρέξει ο καθένας και να
διαβάσει τεκμηριωμένες απόψεις από διακεκριμένους οικονομολόγους και
άλλους ειδικούς. Μέσα από τη βιβλιογραφία αυτή, μπορεί ο αναγνώστης να
επισημάνει αντιτιθέμενες απόψεις, όμως το γενικώτερο συμπέρασμα στο
οποίο καταλήγουν οι περισσότεροι από τους συγγραφείς –ερευνητές, είναι,
ότι άμυνα και οικονομία είναι συγκοινωνούντα δοχεία, τα οποία πάντοτε θα
πρέπει να βρίσκονται σε ισορροπία. Η άμυνα παράγει τα αναγκαία επίπεδα
αποτροπής, έτσι ώστε να υπάρχει ένα ικανοποιητικό περιβάλλον ασφάλειας
μέσα στο οποίο απερίσπαστοι οι πολίτες να επιδίδονται στα ειρηνικά τους
έργα για πρόοδο και ανάπτυξη, αλλά και η χώρα να προσελκύει ξένες
επενδύσεις. Από την άλλη, μια ισχυρή οικονονομία, τροφοδοτεί με τους
αναγκαίους πόρους την άμυνα, έτσι ώστε η τελευταία να παράγει τα
αναγκαία επίπεδα αποτροπής και δημιουργίας ενός αποτελεσματικού
περιβάλλοντος ασφάλειας στη χώρα. Αν η ισορροπία αυτή διαταραχθεί υπέρ
της μιας και εις βάρος της άλλης, τότε τα αποτελέσματα θα είναι τραγικά
και για την άμυνα (έλλειμα ασφάλειας, απώλεια κυριαρχίας, κλπ) και για
την οικονομία (απουσία ξένων επενδύσεων, φυγή κεφαλαίων, ύφεση, ανεργία,
κλπ).
Ένα πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρεβλής σχέσης μεταξύ άμυνας και οικονομίας, είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην πατρίδα μας. Πριν κάποιους μήνες, ο νυν υπουργός οικονομικών κ. Σιαρλή μαζί με τον πρώην διοικητή της Κεντρικής τράπεζας κ. Ορφανίδη, πραγματοποίησαν ένα ταξίδι-περιοδεία στην Ευρώπη, προκειμένου να πείσουν τις αγορές αλλά και τους οίκους αξιολόγησης, να “προαγοράσουν” την αξιοπιστία της κυπριακής οικονομίας ενόψει της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου και των δισεκατομυρίων δολλαρίων που θα εισρεύσουν σε λίγα χρόνια στα ταμεία του κράτους. Με προφανή σκοπό βέβαια, οι μεν οίκοι αξιολόγησης να σταματήσουν τις συνεχείς υποβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας και οι αγορές να μειώσουν τα επιτόκια, έτσι ώστε το κόστος δανεισμού να μην είναι απαγορευτικό για τη Κύπρο. Δυστυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο επιτεύχθηκε. Οι Κύπριοι αξιωματούχοι ΄΄πήραν πόρτα΄΄ κατά το κοινώς λεγόμενο, επειδή ακριβώς οι οίκοι αξιολόγησης και οι αγορές δεν πιστεύουν ότι η Κύπρος θα κατορθώσει να εκμεταλλευθεί το φυσικό αέριο, εξ αιτίας των απειλών της Τουρκίας και της αδυναμίας της Κυπριακής Δημοκρατίας να αντιμετωπίσει τις απειλές αυτές και να εγγυηθεί ένα ασφαλές περιβάλλον στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη. Αυτό το έλλειμα αξιοπιστίας στη κυπριακή οικονομία είναι και ο κύριος λόγος που η Κύπρος κατέφυγε στο μηχανισμό στήριξης, αντί του δανεισμού από τις αγορές.
Με λίγα λόγια, η αλόγιστη περικοπή των αμυντικών δαπανών από το 2004 και μετά, κατέστησε τη Κυπριακή Δημοκρατία ανίκανη να υπερασπισθεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα και εξ αυτού στη δημιουργία ασταθούς περιβάλλοντος ασφάλειας στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη, με αποτέλεσμα τόσο η άμυνα όσο και η οικονομία να υφίστανται τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Μπορεί τα τελευταία 9 χρόνια να εξοικονομήθηκαν τρία περίπου δισεκατομμύρια από το ταμείο αμυντικής θωράκισης, τώρα όμως ο κύπριος φορολογούμενος καλείται να ξαναπληρώσει τις εξοικονομήσεις αυτές, εξ αιτίας του μηχανισμού στήριξης και της αδυναμίας δανεισμού από τις αγορές. Αν τα χρήματα αυτά διετίθεντο για την αμυντική θωράκιση, το περιβάλλον ασφάλειας στην ανατολική μεσόγειο θα ήταν διαφορετικό. Και εφόσον οι αγορές εγνώριζαν ότι στα επόμενα 5-6 χρόνια τα ταμεία της Κύπρου θα γέμιζαν από τα δισεκατομύρια της πώλησης του φυσικού αερίου, δεν είχαν κανένα λόγο να μην δανείζουν τη Κυπριακή Δημοκρατία. Το τραγικώτερο όμως, εξ αιτίας της ανισορροπίας μεταξύ άμυνας και οικονομίας που δημιούργησαν οι κυβερνώντες τα τελευταία 9 χρόνια, δεν είναι η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης. Είναι η αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας που επιδεικνύει στις διαδικασίες λύσης του Κυπριακού καθώς και η απώλεια των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη, αφού εξ αιτίας της ανυπαρξίας αξιόπιστης άμυνας ιδαίτερα στη θάλασσα και στον αέρα, η Τουρκία κατέχει ήδη το 50% της κυπριακής ΑΟΖ και διεκδικεί συνεκμετάλευση του φυσικού αερίου εν ονόματι των τουρκοκυπρίων στο υπόλοιπο 50%.
Ας ελπίσουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα θέσει στην ορθή βάση τη σχέση οικονομίας και άμυνας – ακόμα και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης – επ ωφελεία και των δύο, δίδοντας έτσι αξιοπιστία στη πρώτη και δυνατότητες υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη δεύτερη.
Ένα πρόσφατο και χαρακτηριστικό παράδειγμα της στρεβλής σχέσης μεταξύ άμυνας και οικονομίας, είναι αυτό που συμβαίνει σήμερα στην πατρίδα μας. Πριν κάποιους μήνες, ο νυν υπουργός οικονομικών κ. Σιαρλή μαζί με τον πρώην διοικητή της Κεντρικής τράπεζας κ. Ορφανίδη, πραγματοποίησαν ένα ταξίδι-περιοδεία στην Ευρώπη, προκειμένου να πείσουν τις αγορές αλλά και τους οίκους αξιολόγησης, να “προαγοράσουν” την αξιοπιστία της κυπριακής οικονομίας ενόψει της εκμετάλλευσης του φυσικού αερίου και των δισεκατομυρίων δολλαρίων που θα εισρεύσουν σε λίγα χρόνια στα ταμεία του κράτους. Με προφανή σκοπό βέβαια, οι μεν οίκοι αξιολόγησης να σταματήσουν τις συνεχείς υποβαθμίσεις της κυπριακής οικονομίας και οι αγορές να μειώσουν τα επιτόκια, έτσι ώστε το κόστος δανεισμού να μην είναι απαγορευτικό για τη Κύπρο. Δυστυχώς, ούτε το ένα ούτε το άλλο επιτεύχθηκε. Οι Κύπριοι αξιωματούχοι ΄΄πήραν πόρτα΄΄ κατά το κοινώς λεγόμενο, επειδή ακριβώς οι οίκοι αξιολόγησης και οι αγορές δεν πιστεύουν ότι η Κύπρος θα κατορθώσει να εκμεταλλευθεί το φυσικό αέριο, εξ αιτίας των απειλών της Τουρκίας και της αδυναμίας της Κυπριακής Δημοκρατίας να αντιμετωπίσει τις απειλές αυτές και να εγγυηθεί ένα ασφαλές περιβάλλον στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη. Αυτό το έλλειμα αξιοπιστίας στη κυπριακή οικονομία είναι και ο κύριος λόγος που η Κύπρος κατέφυγε στο μηχανισμό στήριξης, αντί του δανεισμού από τις αγορές.
Με λίγα λόγια, η αλόγιστη περικοπή των αμυντικών δαπανών από το 2004 και μετά, κατέστησε τη Κυπριακή Δημοκρατία ανίκανη να υπερασπισθεί τα κυριαρχικά της δικαιώματα και εξ αυτού στη δημιουργία ασταθούς περιβάλλοντος ασφάλειας στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη, με αποτέλεσμα τόσο η άμυνα όσο και η οικονομία να υφίστανται τις συνέπειες αυτής της πολιτικής. Μπορεί τα τελευταία 9 χρόνια να εξοικονομήθηκαν τρία περίπου δισεκατομμύρια από το ταμείο αμυντικής θωράκισης, τώρα όμως ο κύπριος φορολογούμενος καλείται να ξαναπληρώσει τις εξοικονομήσεις αυτές, εξ αιτίας του μηχανισμού στήριξης και της αδυναμίας δανεισμού από τις αγορές. Αν τα χρήματα αυτά διετίθεντο για την αμυντική θωράκιση, το περιβάλλον ασφάλειας στην ανατολική μεσόγειο θα ήταν διαφορετικό. Και εφόσον οι αγορές εγνώριζαν ότι στα επόμενα 5-6 χρόνια τα ταμεία της Κύπρου θα γέμιζαν από τα δισεκατομύρια της πώλησης του φυσικού αερίου, δεν είχαν κανένα λόγο να μην δανείζουν τη Κυπριακή Δημοκρατία. Το τραγικώτερο όμως, εξ αιτίας της ανισορροπίας μεταξύ άμυνας και οικονομίας που δημιούργησαν οι κυβερνώντες τα τελευταία 9 χρόνια, δεν είναι η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης. Είναι η αδιάλλακτη στάση της Τουρκίας που επιδεικνύει στις διαδικασίες λύσης του Κυπριακού καθώς και η απώλεια των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική της Ζώνη, αφού εξ αιτίας της ανυπαρξίας αξιόπιστης άμυνας ιδαίτερα στη θάλασσα και στον αέρα, η Τουρκία κατέχει ήδη το 50% της κυπριακής ΑΟΖ και διεκδικεί συνεκμετάλευση του φυσικού αερίου εν ονόματι των τουρκοκυπρίων στο υπόλοιπο 50%.
Ας ελπίσουμε ότι η επόμενη κυβέρνηση θα θέσει στην ορθή βάση τη σχέση οικονομίας και άμυνας – ακόμα και σε συνθήκες οικονομικής κρίσης – επ ωφελεία και των δύο, δίδοντας έτσι αξιοπιστία στη πρώτη και δυνατότητες υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων στη δεύτερη.
του Ανδρέα Πενταρά, Αντιστρατήγου ε.α. Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Αλήθεια (Λευκωσία, 5/7/12)